περιορώ

περιορώ
-άω, ΜΑ [ορώ]
1. βλέπω ολόγυρα, κοιτάζω εδώ κι εκεί
2. (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) παραβλέπω, παραμελώ, ανέχομαι να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», Θουκ.
β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῑν», Ηρόδ.
γ. «...τῶν δ' ἄλλων πάντων περιορᾱν», Πλούτ.
δ. «ἐάν τ' ελεύθερον περιορᾷ», Πλάτ.)
3. αναμένω, περιμένω κάποιον ή κάτι (α. «φανέντα τοῡτον ὁ μέγας περιορᾷ», Μηναί.
β. «ἀμφοτέροις ἐδόκει ἡσυχάσασι τὸ μέλλον περιιδεῑν», Θουκ.)
αρχ.
μέσ. περιορῶμαι
α) αποφεύγω, παραμελώ («μὴ περιορᾱσθε τοὺς πολεμικούς κινδύνους»
β) παραφυλάγω, καιροφυλακτώ («περιορωμένους ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται», Θουκ.)
γ) αναλαμβάνω να φροντίσω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιορῶ — περιοράω look round upon pres imperat mp 2nd sg περιοράω look round upon pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περιοράω look round upon pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περιοράω look round upon pres subj act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HOSPES — I. HOSPES in LL. Burgundionum passim, potissimum vero tit. 54. §. 1. et tit. seq. §. 1. i. e. Romanus. Burgundi enim, pervasis Galliarum finibus, cum vereribus incolis, quos Romanos vocabant, agros, terras ac praedia et mancipia ita partiti sunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JUPITER — Opis et Saturni fil. in Creta ins. eodem cum Iunone partu editus, et in Ida monte a Curetibus educatus, idque clam patre, qui ex pactione cum Titano fratre initâ, filios suos omnes devorabat. Cum autem in virum adolevisser, cognovislerque etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιόρασις — άσεως, ἡ, Α [περιορώ] το να παρατηρεί κανείς ολόγυρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”