- περιορώ
- -άω, ΜΑ [ορώ]1. βλέπω ολόγυρα, κοιτάζω εδώ κι εκεί2. (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) παραβλέπω, παραμελώ, ανέχομαι να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», Θουκ.β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῑν», Ηρόδ.γ. «...τῶν δ' ἄλλων πάντων περιορᾱν», Πλούτ.δ. «ἐάν τ' ελεύθερον περιορᾷ», Πλάτ.)3. αναμένω, περιμένω κάποιον ή κάτι (α. «φανέντα τοῡτον ὁ μέγας περιορᾷ», Μηναί.β. «ἀμφοτέροις ἐδόκει ἡσυχάσασι τὸ μέλλον περιιδεῑν», Θουκ.)αρχ.μέσ. περιορῶμαια) αποφεύγω, παραμελώ («μὴ περιορᾱσθε τοὺς πολεμικούς κινδύνους»β) παραφυλάγω, καιροφυλακτώ («περιορωμένους ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται», Θουκ.)γ) αναλαμβάνω να φροντίσω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.